Κισμέτ, ένας μύθος της ανατολής - του Alexander Kuprin

ΚισμέτΣε μέρες περασμένες, σε μια μικρή αλλά οικονομικά ανθηρή πόλη, ζούσε ένας έμπορος που εμπορευόταν χαλιά, ελεφαντόδοντο, μπαχαρικά και ροδέλαιο. Η εξυπνάδα, η ευγένεια, η ευσέβεια και η ακεραιότητά του αλλά και ο άψογος τρόπος που διαχειριζόταν τις δουλειές του, του εξασφάλιζαν την γενική εμπιστοσύνη και εκτίμηση.

Κάποια μέρα εμφανίστηκε μια ευκαιρία για να αποκτήσει ένα μεγάλο φορτίο σκόνης χρυσού σε χαμηλή τιμή και να την μεταπωλήσει με κέρδος τόσο ψηλό που θα τριπλασίαζε την περιουσία του. Για να συγκεντρώσει όμως το ποσό που χρειαζόταν, έπρεπε να συμβάλει όχι μόνο όλα του τα χρήματα αλλά να δανειστεί κι επιπλέον να πουλήσει όλα του τα εμπορεύματα σε τιμές ευκαιρίας. Αφού μέτρησε προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά, είδε ότι η συμφωνία ήταν επικερδής και η μόνη περίπτωση για να αποτύχει θα ήταν αν η Μοίρα στρεφόταν εναντίον του· οπότε αποφάσισε να διακινδυνεύσει όλη την περιουσία και την τύχη του στην αποστολή.

Μέσα σε μια βδομάδα έκανε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες, χωρίς να αποκαλύψει σε κανένα μέλος τού σπιτικού του το μυστικό, όπως αρμόζει σ' έναν οξυδερκή και προσεκτικό άνθρωπο. Τις μικρές ώρες τής νύχτας της Πέμπτης-μια ευοίωνη ώρα για όλες τις επιχειρήσεις του-είπε στον μεγαλύτερο γιό του.

- Σέλωσε την φοράδα για σένα και το μουλάρι για μένα.

Ο γιος του υπάκουσε χωρίς ερωτήσεις, όπως ήταν το συνήθειό του. Έβαλε σε κάθε πλευρά του σαμαριού τις δύο δερμάτινες τσάντες που του είχε δώσει ο πατέρας του. Οι δυο τους είπαν μια σύντομη προσευχή για τον δρόμο κι αναχώρησαν την αυγή. Ο πατέρας πήγαινε μπροστά, ο γιος λίγο πιο πίσω.

001 puzle

Ο δρόμος τους ανοιγόταν κάτω από καλό άστρο και οι συμφωνίες τους κλείστηκαν τόσο σύντομα και με τέτοιο κέρδος που φόβισαν τον έμπορο που δεν έπαυε να προσεύχεται στον Θεό για να ξορκίσει το κακό.

Με πολλά και απρόσμενα κέρδη, πήρε τον δρόμο για την αγορά της σκόνης χρυσού...

Μια μέρα πριν φθάσουν στον προορισμό τους, σταμάτησαν σ' ένα πανδοχείο για να φάνε και να περάσουν την νύχτα. Ενώ ο γιος τακτοποιούσε τα ζώα στον στάβλο, ο πατέρας με τις δύο τσάντες απ' την σέλα μπήκε στο χώρο που θα έτρωγαν.

Στο μεταξύ, έφθασε μια θορυβώδης παρέα που παράγγειλε κρασί. Μέθυσαν, τραγουδούσαν, φώναζαν, απειλούσαν, έβριζαν και άρχισαν να βγαίνουν μαχαίρια.

- Θα γίνει φασαρία, ας φύγουμε, είπε ο έμπορος.

Μέσα στο σκοτάδι, ετοίμασαν τα ζώα και έφυγαν με καλπασμό μέχρι που η φασαρία και οι φωνές δεν ακούγονταν πια. Όταν όλα γύρω ήταν ήσυχα, ο πατέρας σταμάτησε το μουλάρι του, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και είπε στο γιό του:

- Σταμάτα! Επιστρέφουμε!

Στο πανδοχείο επικρατούσε νεκρική σιγή. Κανένας δεν είχε μείνει ζωντανός. Μόνο πτώματα και λίμνες αίματος. Ο πανδοχέας και οι υπάλληλοι είχαν φύγει ή είχαν κρυφτεί.

Τότε ο έμπορος κατευθύνθηκε στο τραπέζι που είχαν γευματίσει νωρίτερα, σήκωσε από τον πάγκο τις δύο δερμάτινες τσάντες τους και τις έριξε στον ώμο του. Ο γιος δεν είχε αντιληφθεί ως τότε τις τσάντες που είχαν αφήσει πίσω στην βιασύνη τους και ο πατέρας δεν είπε λέξη.

Κάλπασαν για πολλές ώρες, με τον φόβο πως θα τους καταδιώξει η αστυνομία που θα έβρισκε τους νεκρούς στο πανδοχείο και θα ήταν δύσκολο να αποδείξουν την αθωότητά τους.

Με το χάραμα, έφθασαν σ' ένα ρυάκι, κρυμμένο σε σκιερό μέρος τού δάσους. Ξεπέζεψαν και κάλεσε το γιό του κοντά του.

Κάθισαν στο χορτάρι ο πατέρας άνοιξε τις τσάντες και άρχισε σιωπηλά να μοιράζει το περιεχόμενο σε δύο ίσα μέρη. Διαμάντια, μαργαριτάρια και τουρκουάζ, πέτρα-πέτρα τα τακτοποίησε σε δύο σωρούς. Όμοια έκανε και με τα κομμάτια χρυσαφιού αλλά και τα γραμμάτια που του είχαν δώσει για πληρωμή. Μόλις τελείωσε, ο έμπορος είπε:

- Εδώ είναι δύο ίσα μερίδια. Το ένα απ' τα δύο είναι δικό σου. Πάρε όποιο θέλεις, βάλε τα πάντα σε μια τσάντα και δέσε την στη σέλλα σου. Με το άλογό σου πάρε το δρόμο που θα ακολουθούσαμε. Μετά από λίγα λεπτά, στην διασταύρωση πήγαινε αριστερά είναι ο συντομότερος δρόμος για το σπίτι. Να θυμάσαι: τώρα είσαι ο αρχηγός τής οικογένειας. Ζήσε με όποιον τρόπο κρίνεις κατάλληλο. Εγώ δεν είμαι σε θέση να σου δώσω συμβουλές, ούτε ευχές. Πήγαινε και μην κοιτάξεις ποτέ πίσω. Θα λείψω για πολύ καιρό, ίσως για πάντα. Φύγε.

Ο γιος, αφού τον άκουσε σιωπηλός, έσκυψε, φίλησε την γη μπροστά του και μετά γύρισε, καβάλησε το άλογό του και χάθηκε στο δάσος.

Για την ώρα, αυτά είναι όσα είχα να διηγηθώ για τον έμπορο και τον γιό του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σε μια φημισμένη και πανέμορφη πόλη, την πρωτεύουσα ενός ισχυρού βασιλείου, ήταν η παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Από το χάραμα, όλοι οι πολίτες, από τον συμπονετικό και ισχυρό βασιλιά, μέχρι τον πιο φτωχό απ΄τους εργάτες, νήστευαν μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Μόνο τη δίψα τους επέτρεπε ο νόμος να σβήσουν, πλένοντας το στόμα τους με καθαρό νερό. Η αναμονή όμως ήταν για μια γιορτή με πάμπολλα κρεατικά, γλυκά, φρούτα, κρασί και κάθε λιχουδιά τής γης.

Υπήρχε στη χώρα ένα έθιμο που προερχόταν απ' την σεβαστή παράδοσή τους: φτωχοί, ορφανά, μοναχικοί ηλικιωμένοι ή ξένοι από μακρινούς τόπους, χωρίς στέγη για την νύχτα, ήταν προσκαλεσμένοι απ' όλες τις οικογένειες για την γιορτή. Την παράδοση τιμούσαν εξίσου στα παλάτια των πλουσίων, όσο και στις καλύβες των φτωχών.

Βγαίνοντας μετά την προσευχή του, ο πιο έντιμος και σεβάσμιος κάτοικος της πόλης, πριν τη δύση του ήλιου, απευθυνόταν στους κατοίκους λέγοντας:

«Φίλοι μου, ακούστε την απαίτησή μου και προσκαλέστε στην κατοικία μου
όλους τους φτωχούς που θα δείτε στους δρόμους και στα καφενεία.
Όσο πιο αδύναμοι, καταφρονεμένοι και αβοήθητοι είναι,
τόσο μεγαλύτερες οι τιμές που θα απολαύσουν.»

Τα πλούτη αυτού του ανθρώπου ήταν αμύθητα, τα καραβάνια του ταξίδευαν στα πιο μακρινά μέρη της χώρας, τα καράβια του αρμένιζαν σε πολλά μέρη του κόσμου, η ομορφιά απ' τα μαρμάρινα παλάτια του με τους μεγάλους κήπους και τα δροσερά συντριβάνια, θάμπωναν τα μάτια. Ο πλούτος του τού εξασφάλιζε τιμές και σεβασμό, η ευγενική, στοργική ψυχή του και η σοφία του, του εξασφάλιζαν καθολική αγάπη. Οι ελεημοσύνες προς τους φτωχούς, ποτέ δεν μειώνονταν, ποτέ δεν εγκατέλειπε έναν άτυχο φίλο σε στιγμές ανάγκης και οι συμβουλές του στα πιο δύσκολα θέματα ήταν τόσο διορατικές και πολύτιμες που ακόμα και ο βασιλιάς που θεωρούνταν ενσάρκωση των προφητών στη γη τις λάμβανε υπόψη του.

Ακούγοντας το αίτημά του, οι φίλοι του υποσχέθηκαν να το εκπληρώσουν το συντομότερο.

Ένας απ' αυτούς πρόσθεσε:

- Σοφέ, προστάτη των φτωχών και πολύτιμε συμβουλάτορα! Ένας απ' τους υπηρέτες μου, μού διηγήθηκε κάτι γυρίζοντας απ' τα λουτρά, που όπως γνωρίζεις επισκέπτονται οι πάντες αυτές τις μέρες. Ήταν ένας άντρας εκεί, υπέργηρος και άπορος τόσο που δεν έχει ξαναφανεί στην πλούσια γη μας, ο οποίος είναι ο πιο στερημένος απ' όλους τους ζητιάνους. Παλιά σανδάλια, μια δερμάτινη σακούλα και τα κουρέλια που έχει ριγμένα πάνω του, τίποτε άλλο.
Όταν ο γκριζομάλλης πήγε να ντυθεί μετά το λουτρό, είδε πως η τσάντα της ζητιανιάς του και τα σανδάλια του είχαν κλαπεί-περισσότερο σαν κακό αστείο νομίζω, παρά για να τα οικειοποιηθεί κάποιος - και του είχαν απομείνει μόνο τα κουρελιασμένα ρούχα του. Όλοι οι παρόντες οργίστηκαν και τον συμπόνεσαν αλλά η κατάπληξη που ένιωσαν ξεπέρασε κάθε συναίσθημά τους όταν είδαν το πρόσωπο τού γέρου να είναι κάθε άλλο παρά λυπημένο ή θυμωμένο· έλαμπε από χαρά και ευθυμία. Σήκωσε τα χέρια του και ευχαρίστησε το Θεό και την μοίρα με λόγια τόσο εξαίσια, ειλικρινή και παθιασμένα που σώπασαν έκπληκτοι και απομακρύνθηκαν από εκείνον. Γι' αυτόν τον άνθρωπο ήθελα να σου μιλήσω μεγάλε δωρητή, αν και εμένα μου φαίνεται μάλλον τρελός...

Ο φημισμένος και πλούσιος άντρας κούνησε το κεφάλι του και είπε:

- Δεν ξέρουμε αν είναι τρελός ή άγιος. Φέρε τον στο σπίτι μου φίλε μου όσο πιο σύντομα μπορείς και θα είναι επίτιμος καλεσμένος στο γεύμα μου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όταν η πολυαναμενόμενη στιγμή έφθασε και τα φώτα λαμπύριζαν σε κάθε σπίτι τής πρωτεύουσας και το άρωμα απ΄τα φαγητά και τα μπαχαρικά σε όλους τους φούρνους τής πόλης πλημμύριζαν τον νυχτερινό αέρα, ο γέρος ζητιάνος οδηγήθηκε στο σπίτι τού πλούσιου άνδρα. Ο οικοδεσπότης τον συνάντησε στην αυλή, πήρε με σεβασμό το χέρι του και υποστηρίζοντάς τον, τον οδήγησε στην τραπεζαρία, όπου τοποθέτησε τον σεβάσμιο άνδρα στην κορυφή του τραπεζιού και πήρε όλα τα πιάτα απ' τους υπηρέτες για να σερβίρει τον επίτιμο καλεσμένο με την καλύτερη μερίδα απ' όλα τα κρεατικά.

Όλοι οι παρόντες ήταν ευχαριστημένοι βλέποντας την λάμψη της ευγένειας στο πρόσωπο του ηλικιωμένου και ο οικοδεσπότης, που συγκινήθηκε απ' τα γκρίζα του μαλλιά και την ήρεμη χαρά του, τον ρώτησε:

- Πες μου, σεβάσμιε, αν μπορώ να σε χαροποιήσω εκπληρώνοντας κάποια ευχή σου μεγάλη ή μικρή.

Και ο γέροντας απάντησε μ' ένα χαμόγελο:

- Φέρε όλα σου τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών σου κοντά μου για να τους δώσω τις ευχές μου.»

Και οι τέσσερις μεγάλοι γιοί του φημισμένου εμπόρου και τα τρία νεαρά εγγόνια του, τον πλησίασαν ένας ένας κατά ηλικία και ο καθένας γονάτισε μπροστά στα πόδια του και ο γέρος άνδρας έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι του καθενός.

Αφού τελείωσε αυτό το τελετουργικό, ο οικοδεσπότης ζήτησε απ' τον γέροντα να ευλογήσει και τον ίδιο. Εκείνος, όχι μόνο του έδωσε τις ευλογίες του αλλά τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

Ο φημισμένος έμπορος σηκώθηκε πλημμυρισμένος συναισθήματα και είπε:

- Συγχώρα με σεβάσμιε για την ερώτηση που θα σου κάνω και πίστεψέ με δεν με οδηγεί η περιέργεια. Απ' την στιγμή που μπήκες στο σπίτι μου σε κοιτώ επίμονα· δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου απ' το πρόσωπό σου που μου φαίνεται όλο και πιο οικείο και αγαπητό κάθε στιγμή. Μήπως θυμάσαι να έχουμε συναντηθεί στο μακρινό παρελθόν;

- Ασφαλώς σε συγχωρώ τέκνο μου και θα ήθελα να σου κάνω με την σειρά μου μια ερώτηση. Θυμάσαι ένα σκιερό μέρος τού δάσους, δίπλα σ' ένα ρυάκι, μια φοράδα κι ένα μουλάρι δεμένα σ' ένα δέντρο και δύο ανθρώπους σ' ένα κυκλικό ξέφωτο - τον πατέρα με τον γιό του - που άδειασαν τις τσάντες τους που ήταν γεμάτες με πολύτιμους λίθους και χρυσάφι και τα μοίρασαν όλα σε δύο ίσα μέρη;

Κι ο έμπορος γονάτισε στο έδαφος μπροστά στο γέροντα και φίλησε την γη και αναφώνησε καθώς σηκώθηκε:

- Πατέρα μου αγαπημένε, ευχαριστώ τον Θεό τον Μεγαλοδύναμο που σ' έφερε στα μέρη αυτά. Κοίταξε, εδώ είναι το σπίτι σου κι εδώ είμαι κι εγώ με τα παιδιά μου και τους υπηρέτες σου.

Και στάθηκαν αγκαλιασμένοι για ώρα με δάκρυα χαράς να τρέχουν. Όλοι ήταν δακρυσμένοι. Όταν ηρέμησαν, ο σπουδαίος έμπορος, ρώτησε τον πατέρα του:

- Πες μου τώρα πατέρα, γιατί εκείνη την μέρα πριν τόσο πολύ καιρό, μοίρασες όσα είχαμε και γιατί είπες πως θα χωριστούμε για μεγάλο διάστημα, αν όχι για πάντα;

Ο γέροντας απάντησε:

- Όταν ξεκινήσαμε, είχαμε με το μέρος μας απαράμιλλα καλή τύχη, αν θυμάσαι. Δεν έπαυα να ευλογώ τον Θεό από φόβο πως θα μας ζηλέψει η μοίρα. Όταν επιστρέψαμε σε κείνο το πανδοχείο και βρήκα άθικτες τις τσάντες μας αν και εκτεθειμένες σε κοινή θέα και σε πιθανή κλοπή, κατάλαβα πως η τύχη είχε ξεπεράσει οτιδήποτε είχε συμβεί ποτέ σε θνητό και ότι μας επιφύλασσε μεγάλη σειρά από ατυχίες και θλίψεις. Για να σώσω εσένα, τον πρωτότοκο γιό μου από την επερχόμενη συμφορά, αποφάσισα να σε αφήσω παίρνοντας την αναπόδραστη μοίρα μου μαζί μου, γιατί όπως λένε: είναι ο τρελός που αναζητάει καταφύγιο από την καταιγίδα κάτω από ένα δέντρο, αυτός που προσελκύει τον κεραυνό... Δες την δυστυχία και την εξαθλίωση που έπεσαν πάνω μου μετά τον χωρισμό μας και πες μου αν δεν φάνηκα μυαλωμένος που έπραξα έτσι τότε.

Όλοι οι ακροατές υποκλίθηκαν στον ηλικιωμένο θαυμάζοντας την σοφία του και την μεγάλη του αγάπη για την οικογένεια που είχε αφήσει.

Ένας από τους μεγαλύτερους και πιο αξιοσέβαστους καλεσμένους τον ρώτησε:

- Γιατί αδελφέ του θείου μου, χάρηκες σήμερα τόσο πολύ αντί να θρηνήσεις, μόλις έμαθες πως τα μοναδικά πράγματα που είχες στην κατοχή σου τα είχαν κλέψει; Σε ικετεύω, μην εξοργιστείς με την αδιάκριτη ερώτησή μου, αλλά σε παρακαλώ απάντησέ μου.»

Ο γέροντας του απάντησε με καλοσυνάτο χαμόγελο:

- Χάρηκα τόσο γιατί είχε φθάσει για μένα εκείνη η στιγμή που η μοίρα μου είχε κουραστεί να με καταδιώκει. Μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιο όν πιο άτυχο και άπορο από έναν ζητιάνο που του κλέβουν την τσάντα με τα υπάρχοντά του; Καμία μεγαλύτερη κακοτυχία δεν θα μπορούσε πλέον να πέσει πάνω μου. Ορίστε! δεν είχα δίκιο; Δεν βρήκα - την ίδια κιόλας μέρα-τον γιό μου και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του; Και τώρα μπορώ να ζήσω μέχρι το τέλος των ημερών μου μέσα σε αγάπη, ευχαρίστηση και ηρεμία χωρίς φόβο πως θα προκαλέσω πάνω τους κακή τύχη.

Όλοι υποκλίθηκαν πάλι και φώναξαν με μια φωνή:

«Κισμέτ!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς... καλύτερα!! Τι νομίσατε;

* Κισμέτ: το πεπρωμένο με μοιρολατρική έννοια, το αναπόφευκτο

ΠΗΓΗ: antikleidi.com