Στη χώρα των μεγάλων κουταλιών, του Χόρχε Μπουκάι

Μεγάλα κουτάλια
Ο άνθρωπος εκείνος είχε ταξιδέψει πολύ. Στη ζωή του είχε γυρίσει σε εκατοντάδες χώρες, αληθινές και φανταστικές. Το ταξίδι που θυμόταν περισσότερο ήταν η σύντομη επίσκεψή του στη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Έφτασε τυχαία στα σύνορά της.

Στoν δρόμο από την Αμπελοχώρα προς την Ελαιοχώρα, υπήρχε μια μικρή παράκαμψη προς τη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Επειδή του άρεσαν οι εξερευνήσεις, πήρε εκείνο τον δρόμο. Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και κατέληγε σ’ ένα τεράστιο απομονωμένο σπίτι. Στην πόρτα μια πινακίδα έγραφε:

001 puzle

ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΥΤΑΛΙΩΝ
ΑΥΤΗ Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΔΥΟ ΑΙΘΟΥΣΕΣ,
ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ. ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ,
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΩΣ ΤΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ ΤΟΥ.
ΣΤΡΙΨΕ ΔΕΞΙΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΜΑΡΑ
Ή ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ.

Ο άνθρωπος προχώρησε στο διάδρομο και στην τύχη, έστριψε πρώτα δεξιά. Ο νέος διάδρομος είχε μήκος καμιά πενηνταριά μέτρα και κατέληγε σε μια τεράστια πόρτα. Μόλις έκανε τα πρώτα βήματα, άρχισε να ακούει τα αχ-βαχ και τα βογκητά που έρχονταν από το μαύρο δωμάτιο.

Για μια στιγμή, οι κραυγές πόνου και στεναχώριας τον έκαναν να διστάσει, όμως, αποφάσισε να συνεχίσει. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε.

Γύρω από ένα πελώριο τραπέζι κάθονταν εκατοντάδες άτομα. Στο κέντρο του τραπεζιού έβλεπες τους πιο λαχταριστούς μεζέδες και, μολονότι όλοι βαστούσαν από ένα κουτάλι που έφτανε ως το κεντρικό πιάτο, πέθαιναν της πείνας! Ο λόγος ήταν ότι τα κουτάλια τους είχαν διπλάσιο μέγεθος από τα χέρια τους και ήταν κολλημένα στις παλάμες τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όλοι μπορούσαν να φτάσουν το φαγητό, αλλά κανένας δε μπορούσε να το φέρει στο στόμα του.

Η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική και οι κραυγές τόσο σπαραξικάρδιες, που ο ταξιδιώτης έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας από τη σάλα. Γύρισε στον κεντρικό διάδρομο και τράβηξε προς τ’ αριστερά, προς τη λευκή αίθουσα. Ένας διάδρομος ίδιος με τον προηγούμενο κατέληγε σε μια παρόμοια πόρτα. Η μοναδική διαφορά ήταν ότι στον δρόμο δεν ακούγονταν ούτε βογκητά, ούτε παράπονα. Όταν έφτασε στην πόρτα, ο εξερευνητής έπιασε το πόμολο και την άνοιξε.

Εκατοντάδες άτομα κάθονταν πάλι γύρω από ένα τραπέζι, παρόμοιο μ’ εκείνο της μαύρης κάμαρας. Πάλι στο κέντρο υπήρχαν εκλεκτές λιχουδιές και όλοι στο χέρι τους είχαν στερεωμένο ένα μακρύ κουτάλι. Εκεί όμως κανένας δεν παραπονιόταν, ούτε έκλαιγε. Κανένας δεν πέθαινε της πείνας, γιατί, απλούστατα, ο ένας τάιζε τον άλλον!

Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι με τίτλο “Να σου πω μια ιστορία”

ΠΗΓΗ: oiko.wordpress.com/2012/09/05/μικρή-ιστορία-38-στη-χώρα-των-μεγάλων-κο/