Η επιβίωση του ανθρώπου εξαρτάται από τις επιλογές του...

ΠλήθοςΤα Ηνωμένα Έθνη ανακοίνωσαν στις 31 Οκτωβρίου ότι ο πληθυσμός του πλανήτη μας ξεπέρασε τα 7 δισ. άτομα και ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται για να φθάσει τα 9 δισ. το 2050 και τα 10 δισ. στο τέλος του αιώνα. Πώς όμως φτάσαμε τόσο γρήγορα στα 7 δισ.; Γιατί η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα συνεχιστεί και ποιες οι επιπτώσεις από τη νέα αναμενόμενη αύξηση κατά 2 δισ. ως το 2050;

Απαντήσεις σε αυτά κι άλλα ερωτήματα σχετικά με την παγκόσμια πληθυσμιακή «έκρηξη» δίνει ο καθηγητής Δημογραφίας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης.

"Αν κάνουμε μία μικρή αναδρομή στον χρόνο, θα διαπιστώσουμε ότι ο πληθυσμός του πλανήτη μας ήταν 1 δισ. το 1800, 2 δισ. το 1927, 3 δισ. το 1960, 4 δισ. το 1974, 5 δισ. το 1987 και 6 δισ. το 1999. Τα διαθέσιμα δεδομένα μας επιτρέπουν να διαπιστώνουμε ότι οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού διαφοροποιούνται σαφώς τους δύο τελευταίους αιώνες, καθώς χρειάστηκαν περίπου 130 χρόνια για να διπλασιασθεί (1800-1927), αλλά μόνον 50 χρόνια για υπερδιπλασιασθεί και να περάσει από 3 δισ. το 1960 σε 7 δισ. το 2011", επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Ταυτόχρονα, υπενθυμίζει ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός υπερ-τετραπλασιάσθηκε από το 1900 (ήταν μόλις 1,63 δισ.), υπερ-πενταπλασιάσθηκε από το 1850 (1,24 δισ.) και δεκαπλασιάστηκε από το 1700 (0,69 δισ.).

Γνωρίζουμε, επίσης, σύμφωνα με τον καθηγητή, ότι, αν χρειάσθηκε ένας μόνον αιώνας για να τετραπλασιασθεί ο αριθμός των κατοίκων του πλανήτη μας, απαιτήθηκαν 750 χρόνια (500-1250) για να διπλασιαστεί (207 εκατ., το 500 μ.Χ, 417 εκατ., το 1250) και άλλα 500 σχεδόν χρόνια (1250-1750) για να διπλασιασθεί εκ νέου, περνώντας από 420 εκατομμύρια, το 1250, στα 850, λίγο πριν από το 1750.

 

Η εξέλιξη επομένως του παγκόσμιου πληθυσμού, εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης, δεν υπήρξε ποτέ γραμμική, αλλά "ανώμαλη" και μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, περίοδοι ταχείας αύξησης διαδέχονταν περιόδους κρίσης και συρρίκνωσης και αντίστροφα.

Η ανθρωπότητα γνώρισε τα τελευταία 200 χρόνια δυο μείζονες επαναστάσεις: την επιμήκυνση της ανθρώπινης ζωής και τον έλεγχο της γονιμότητας. Οι δυο αυτές επαναστάσεις εξηγούν τόσο την ταχύτατη αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη μας στην διάρκεια των δύο προηγούμενων αιώνων (ιδιαίτερα δε στον 20ό, όσο και την άνιση κατανομή του ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, υπογραμμίζει ο καθηγητής.

Το μέλλον, ποιο μέλλον;

Όπως αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης, οι πληθυσμιακές προβολές των Ηνωμένων Εθνών δεν εμπεριέχουν μεγάλες πιθανότητες λάθους (τουλάχιστον για τις επόμενες 3-4 δεκαετίες), καθώς η πλειοψηφία των ατόμων που θα είναι εν ζωή το 2050 έχουν ήδη γεννηθεί, γι' αυτό και βάσιμα μπορούμε να προβλέψουμε τη θνησιμότητά τους, ενώ οι μελλοντικές γεννήσεις είναι, επίσης, προβλέψιμες με σχετική ασφάλεια, καθώς η πλειοψηφία των γυναικών που θα κάνει παιδιά είναι ήδη εν ζωή και μπορούμε να κάνουμε εξίσου βάσιμες υποθέσεις για τη μέλλουσα γονιμότητά τους.

"Φυσικά, για την τελευταία πεντηκονταετία του αιώνα μας, το μέλλον είναι πιο δύσκολο να προβλεφθεί, καθώς το μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης, που μας επέτρεψε να έχουμε ένα ερμηνευτικό σχήμα για την εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν θα μας είναι τόσο χρήσιμο (με βάση το μοντέλο αυτό αναμένεται ότι σε όλες σχεδόν τις περιοχές του πλανήτη μας, γύρω στο 2050, η γονιμότητα θα περιορισθεί γύρω από το καθαρό όριο αναπαραγωγής- δηλαδή κάθε γυναίκα θα αντικαθίσταται, λαμβάνοντας υπόψη και τη θνησιμότητα, μόνον από μια κόρη)", επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού από τα 2050 και μετά, όμως, θα είναι πιθανότατα περιορισμένη (θα αυξηθεί οριακά κατά 1 δις μέχρι το 2100) και θα οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη δημογραφική αδράνεια μιας και μόνον ηπείρου, της Αφρικής.

Η αύξηση επομένως κατά 2 δισ. μέχρι το 2050 θα είναι και η τελευταία μεγάλη ποσοστιαία αύξηση και οι επόμενες τέσσερις δεκαετίες θα είναι κρίσιμες, αφού τα υφιστάμενα προβλήματα, ελλείψει σημαντικών αλλαγών, θα οξυνθούν ακόμη περισσότερο.

Η πείνα, σύμφωνα με τον έλληνα καθηγητή, είναι το πρώτο από αυτά. Αν και η εμπειρία του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο πληθυσμός της γης διπλασιάστηκε, έδειξε ότι ο πλανήτης μας μπόρεσε να αντέξει- ως έναν βαθμό - την πρόκληση της πληθυσμιακής αύξησης, η διεθνής κοινότητα δεν έχει κατορθώσει- μέχρι σήμερα - να καλύψει πλήρως τις διατροφικές ανάγκες μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, που ζει στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Αντίθετα, για τις ανεπτυγμένες χώρες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αναφέρεται όλο και συχνότερα στην "επιδημία της παχυσαρκίας".

Υποσιτισμός και παχυσαρκία συνυπάρχουν επομένως, ενώ για τις λιγότερο ανεπτυγμένες κυρίως χώρες, στις οποίες αναμένεται και η δημογραφική έκρηξη που προαναφέρθηκε, η πρόκληση είναι τεράστια. Στις χώρες αυτές ζει, σήμερα, η πλειονότητα των χρόνια υποσιτιζόμενων λαών του πλανήτη και σ' αυτές ξέσπασαν το 2007 και 2008 οι "εξεγέρσεις της πείνας", εξαιτίας της αύξησης των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Είναι γνωστό ότι, ακόμη και σήμερα, 850 εκατ. άνθρωποι δεν διαθέτουν αρκετή τροφή για να ζήσουν (9 στους 10 κατοίκους στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες) και σχεδόν 1 στους 3 (2 δις περίπου) υποφέρει από "συγκαλυμμένη πείνα", υπογραμμίζει ο κ. Κοτζαμάνης.

«Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης παρά την τεράστια αύξηση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά σε βάρος των φτωχών χωρών. Η διακίνηση των αγροτικών προϊόντων είναι ανεξέλεγκτη παρ' όλες τις προσπάθειες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των άλλων οργανισμών και η επικρατούσα κατάσταση οδηγεί ακόμη και στη λιμοκτονία ορισμένες υπανάπτυκτες περιοχές, σε αντίθεση με την υπερ-διατροφή για την πλειοψηφία του πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες του βόρειου ημισφαιρίου. Οι δύο αυτές ακραίες καταστάσεις δημιουργούν εντάσεις, ενώ, ταυτόχρονα, παρόλο που οι αναπτυγμένες χώρες προστατεύουν, λόγω της διαπραγματευτικής τους δύναμης, πιο αποτελεσματικά τα γεωργικά τους προϊόντα- ενώ οι χώρες του τρίτου κόσμου βρίσκονται στο έλεος της διεθνούς κερδοσκοπίας- τμήμα του πληθυσμού των πρώτων αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας λόγω, εκτός των άλλων, και της κακής ποιότητας των τροφίμων που καταναλώνει», συμπληρώνει.

Στις χώρες του αποκαλούμενου «τρίτου κόσμου», τόσο η έλλειψη τροφίμων όσο και η κακή ποιότητα της διατροφής προκαλούν πολύ σοβαρότερα προβλήματα υγείας, με αποτέλεσμα ακόμη και την αύξηση της θνησιμότητας των πληθυσμών τους.

Ιδιαίτερα βαρύ φόρο στην κακή διατροφή πληρώνουν οι γυναίκες και οι νέοι, καθώς πάνω από 150 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών στο πλανήτη μας πάσχουν από καθυστερημένη ανάπτυξη.

Το φαινόμενο της πείνας αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα, όχι μόνο για τις υπανάπτυκτες, αλλά και για τις αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη, καθώς, ακόμη και σ' αυτές, ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού δεν έχει εξασφαλίσει πλήρως τις βασικές του διατροφικές ανάγκες.

Ταυτόχρονα, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών συνεχώς διευρύνεται: τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη προσπαθούν να επιβιώσουν με λιγότερο από πέντε δολάρια την ημέρα, ενώ, με βάση πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ, το εισόδημα των 49 φτωχότερων χωρών είναι μικρότερο απ' αυτό των τριών πλουσιοτέρων ανθρώπων του πλανήτη μας.

Το νερό είναι το δεύτερο ήδη οξυμένο πρόβλημα που προστίθεται σ' αυτό της μη κάλυψης των ελάχιστων διατροφικών αναγκών. Περισσότεροι από ένα δισ. άνθρωποι στον πλανήτη ακόμη δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό (και περισσότεροι από 2 δισ. δεν έχουν συνεχή πρόσβαση σε πόσιμο), ενώ η τάση για ιδιωτικοποίηση επιτείνει τα προβλήματα (ιδιαίτερα στην Λατινική Αμερική) και, παράλληλα, σ' ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη ο υδροφόρος ορίζοντας είναι ήδη μολυσμένος από τα φυτοφάρμακα και την αλόγιστη δράση των βιομηχανιών.

Μία από τις πλέον επιβαρυντικές παραμέτρους του περιβάλλοντος αποτελεί η πληθυσμιακή αύξηση - το τρίτο μείζον πρόβλημα. "Η ανθρώπινη επίδραση στις κλιματικές αλλαγές είναι προφανώς πολυδιάστατη κι εξαρτάται από τα καταναλωτικά μας πρότυπα, τον τύπο ενέργειας που παράγουμε και χρησιμοποιούμε, τον τόπο κατοικία μας, την ηλικία, την διατροφή μας», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοτζαμάνης, εξηγώντας πως η μεν αναμενόμενη επιτάχυνση, παγκοσμίως, της γήρανσης θα οδηγήσει πιθανότατα στην μείωση των εκπομπών C02 σε κάποιες περιοχές, η δε αναμενόμενη αστικοποίηση θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο ίδιος υπενθυμίζει πως παρ' όλα αυτά, οι ειδήμονες τονίζουν ότι ακόμη και αν πληθυσμός μας σταθεροποιηθεί, το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί, καθώς με δεδομένες τις σημαντικές υφιστάμενες ανισότητες, η υπερκατανάλωση μιας μικρής μειοψηφίας πλουσίων και όχι ο "υπερπληθυσμός" της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών βρίσκεται στη ρίζα το προβλήματος. «Επομένως, με δεδομένη την αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη μας κατά 2 δισ. μέχρι το 2050, οι λύσεις το προβλήματος μάλλον πρέπει να αναζητηθούν αλλού», επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, προσθέτει ο ίδιος, θα συνεχισθεί τι επόμενες δεκαετίες και «προφανώς αποτελεί αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορούμε να παρέμβουμε δραστικά για να τη σταματήσουμε».

Ο πληθυσμός του πλανήτη μας θα αγγίξει ούτως ή άλλως τα 9 δις το 2050, θα είναι όλο και πιο γερασμένος, και το ειδικό βάρος των πλέον ανεπτυγμένων χωρών θα μειωθεί ακόμη περισσότερο καθώς η αύξηση των 2 δισ. ανάμεσα στο 2010 και το 2050 θα προέλθει - βασικά - από την Αφρική και την Ασία (και δευτερευόντως από τη Λατινική Αμερική).

"Εάν δεν μπορούμε επομένως να παρέμβουμε στη μεγέθυνση αυτή, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης μας, τις ανισότητες, τι συγκεντρώσεις στον χώρο, τις μεταναστεύσεις. Η επιβίωση του ανθρώπου στο μέσο και απώτερο μέλλον, εξαρτάται, σε τελευταία ανάλυση, πολύ λιγότερο από το μέγεθος του πληθυσμού και πολύ περισσότερο από τις επιλογές που θα πρέπει να κάνουμε και τις αλλαγές που πρέπει να επιδιώξουμε στον τρόπο που σκεφτόμαστε και πράττουμε", καταλήγει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ