Ένα βράδυ ο Χότζας έφαγε πολύ. Το άντερο του δεν άντεξε και μέσα στη νύχτα... πριν προλάβει να σηκωθεί, άδειασε το έντερό του στο κρεβάτι όπου κοιμόταν με την γυναίκα του.
Ξυπνάει ο καημένος και συνειδητοποιώντας το κακό που έπαθε - γιατί μύριζε και πολύ - σκέφτεται τις φωνές που θα του βάλει η γυναίκα του μόλις δει τα λερωμένα σεντόνια και προσπαθεί να σκαρφιστεί καμιά δικαιολογία. Κάποια στιγμή, του έρχεται μια ιδέα και σκουντάει τη Χότζαινα που κοιμάται βαθιά δίπλα του και της λέει:
- Ξύπνα, καρδούλα μου, γιατί είμαι πολύ ταραγμένος.
Τρομαγμένη εκείνη από το απότομο ξύπνημα, τον ρωτάει τι συμβαίνει.
- Είδα έναν τρομερό εφιάλτη! της λέει.
- Για πες μου τον, τον παροτρύνει εκείνη.
- Να, ήταν, λέει, πάνω στην κορφή του μιναρέ ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι ήταν μια καρέκλα και πάνω στην καρέκλα ήταν ένα σκαμνί. Σταματάει λίγο, την κοιτάζει να δει τι εντύπωση της κάνουν όλα αυτά και βλέποντας την να τον παρακολουθεί με προσοχή, συνεχίζει ακάθεκτος. Πάνω λοιπόν στο σκαμνί ήταν ένα κουτί, πάνω στο κουτί ήταν στερεωμένο ένα αυγό και πάνω στο αυγό ήταν καρφωμένη μια βελόνα.
Τα μάτια της Χότζαινας είχαν ανοίξει διάπλατα και τον ρωτάει με αγωνία:
- Και πάνω στη βελόνα τι ήταν, Χότζα μου;
- Πάνω στη βελόνα καθόμουν εγώ!
- Και πώς δεν τα ΄κανες επάνω σου από το φόβο σου, Χότζα μου;
- Αμ, πώς δεν τα ΄κανα, καλή μου! Δεν σου μυρίζουν; Τα ΄κανα και να με συγχωρείς...
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...