Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα
που θα΄χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδέψει
σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει
τον αγέρα και τη φουρτούνα
πέφτει το βράδυ.
Πάνω στο πράσινο χορτάρι
είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι
γυμνοί σαν ατσάλι,
πέφτει το βράδι χλωμό.
οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι
μαζέψαν τα φτερά τους και γενήκαν
ένα σκυλί
ξεχασμένο
που γαβγίζει
μοναχό
και γυρεύει τον αφέντη του
ή τη δευτέρα παρουσία
ή ένα κόκαλο.
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου' φτανε μια καλύβα σ' ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου' φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου' φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ' ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα' πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ' αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα' πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα' χα
ούτε ένα κερί ν' ανάψω,
φως,
να διαβάσω.
Γιώργος Σεφέρης ( 1931)
Πέντε Ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού
Ποιήματα, Ίκαρος, 1977, 11η έκδοση
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...