kiosterakis.gr +

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ...

Βίκτωρ Ουγκώ: «Οι άθλιοι»

Το  βιβλίο
Ο Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo) το 1862 γράφοντας το μυθιστόρημα «ΟΙ ΆΘΛΙΟΙ», έγραψε το δημοφιλέστερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Αμέσως μετά δήλωσε τα εξής:

«Οι Άθλιοι» γράφτηκαν για όλα τα έθνη. Δεν ξέρω αν θα διαβαστούν απ' όλους, όμως εγώ για όλους τούς έγραψα. Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των «Αθλίων» χτυπά την πόρτα φωνάζοντας δυνατά: «Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας!» Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ που αγωνιά κάτω απ' όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα και που στενάζει σ' όλες τις γλώσσες".

Οι Άθλιοι (Les Misérables) (1862) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Βίκτορος Ουγκώ και αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ασχολείται με τις ζωές αρκετών Γάλλων χαρακτήρων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, για μια περίοδο άνω των είκοσι ετών στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει τους ναπολεόντειους πολέμους και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.

001 puzle

Το έργο εστιάζει στις προσπάθειες του πρωταγωνιστή Γιάννη Αγιάννη, ενός πρώην καταδίκου, ο οποίος προσπαθεί να επανεντάξει τον εαυτό του στην κοινωνία, και επιπλέον μελετά την επίδραση των πράξεων του ήρωα για χάρη της κοινωνικής αναγνώρισης. Στο μυθιστόρημα εξετάζεται η φύση του καλού και του κακού και ο νόμος σε μία εκτεταμένη ιστορία, που περιλαμβάνει θέματα όπως την ιστορία της Γαλλίας, την αρχιτεκτονική του Παρισιού, την πολιτική, την ηθική φιλοσοφία, το νόμο, τη θρησκεία και τα είδη και τη φύση του έρωτα και της οικογενειακής αγάπης. Ο Ουγκώ εμπνεύστηκε από το υπαρκτό πρόσωπο Φρανσουά Ευγένιο Βιντόσκ, ο οποίος κατείχε την ιδιότητα τόσο του αστυνομικού, όσο και του εγκληματία. Στο μυθιστόρημα κάθε μία από τις δύο αυτές ιδιότητες αποδόθηκε σε ξεχωριστά πρόσωπα. Οι Άθλιοι είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό κυρίως μέσω της πληθώρας των θεατρικών και κινηματογραφικών τους μεταφορών, με διασημότερη το ομώνυμο μιούζικαλ, το οποίο είναι ευρέως γνωστό ως «Λε Μιζ» (Les Miz).

Οι Άθλιοι περιλαμβάνουν μία σειρά ιστοριών, συνδετικός άξονας των οποίων είναι αυτή του πρώην καταδίκου Γιάννη Αγιάννη, γνωστού στη φυλακή με τον αριθμό 24601, ο οποίος γίνεται μία δύναμη του καλού πάνω στη γη, χωρίς όμως να μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του. Το μυθιστόρημα απαρτίζεται από πέντε μέρη, το καθένα από τα οποία χωρίζεται σε βιβλία, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο είναι σχετικά μικρό, συνήθως απαρτίζεται από μερικές σελίδες. Ωστόσο το βιβλίο στο σύνολο του είναι αρκετά μεγάλο για τα συνήθη δεδομένα, καθώς ξεπερνά τις χίλιες διακόσιες σελίδες στις πλήρεις εκδόσεις του. Στα πλαίσια της κεντρικής ιστορίας, ο Ουγκώ γεμίζει αρκετές σελίδες με τις σκέψεις του σχετικά με τη θρησκεία, την πολιτική και την κοινωνία, περιλαμβάνοντας τρεις εκτεταμένες παρεκβάσεις: μία συζήτηση για τις θρησκευτικές αρχές, μια άλλη για την αργκό, καθώς και τη γνωστή επική εξιστόρηση της μάχης του Βατερλώ.

Η πλοκή του βιβλίου

Ένας πεινασμένος νέος άνδρας, ο Γιάννης Αγιάννης, σπάζει τη βιτρίνα ενός αρτοπωλείου για να κλέψει ψωμί, με σκοπό να ταΐσει την οικογένειά του που λιμοκτονούσε. Η ποινή γι' αυτή του την κλοπή είναι πέντε χρόνια στα κάτεργα, που τελικώς γίνονται δεκαεννέα χρόνια ύστερα από τις επανειλημμένες προσπάθειές του να δραπετεύσει.

Βρισκόμαστε στο έτος 1815 στην Τουλόν και ο Γιάννης Αγιάννης αποφυλακίζεται σε ηλικία 46 χρόνων. Ωστόσο είναι αναγκασμένος να κουβαλάει ένα κίτρινο αποφυλακιστήριο, το οποίο τον σημαδεύει σαν κατάδικο. Αντιμετωπίζοντας την απόρριψη των πανδοχέων, που δεν θέλουν να φιλοξενήσουν έναν κατάδικο, αναγκάζεται να κοιμηθεί στο δρόμο. Ο μόνος που τον δέχεται είναι ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ο επίσκοπος Μυριήλ, ο οποίος τον περιμαζεύει και του παρέχει στέγη. Το ίδιο βράδυ ο Γιάννης Αγιάννης, ασυνήθιστος στην τόση καλοσύνη, το σκάει παίρνοντας μαζί του τα ασημένια καντηλέρια του οικοδεσπότη του. Δεν προφταίνει να πάει μακριά και συλλαμβάνεται, αλλά ο επίσκοπος τον γλιτώνει, λέγοντας ότι ο ίδιος του είχε δωρίσει τα ασημικά και του δίνει μάλιστα και δύο κηροπήγια. Στη συνέχεια του λέει ότι πρέπει να είναι πλέον τίμιος και να κάνει καλές πράξεις για τους άλλους. Ο Γιάννης Αγιάννης είναι ελεύθερος, έκπληκτος και συγκινημένος. Για πρώτη φορά ύστερα από 19 ολόκληρα χρόνια, δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια του.

Έξι χρόνια αργότερα ο Αγιάννης είναι ένας εργατικός, τίμιος και πλούσιος εργοστασιάρχης και έχει διοριστεί δήμαρχος της πόλης όπου κατοικεί. Έχει καταστρέψει το αποφυλακιστήριό του και έχει υιοθετήσει το ψευδώνυμο Κύριος Μαγδαληνής ώστε να ξεφύγει από τον επιθεωρητή Ιαβέρη, που τον καταδιώκει ακόμα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει μια δυστυχισμένη γυναίκα, την ετοιμοθάνατη Φαντίνα. Η Φαντίνα απολύθηκε από το εργοστάσιό του όταν μαθεύτηκε ότι έχει εξώγαμο παιδί και, μετά από αυτό, δεν έχει άλλη διέξοδο από την πορνεία. Πριν πεθάνει τον παρακαλά να φροντίσει για το παιδί της, τη μικρή Τιτίκα. Η μοίρα παίζει, όμως, περίεργα παιχνίδια και έτσι όταν ένας άλλος άντρας κατηγορείται ότι είναι ο Γιάννης Αγιάννης, η συνείδηση του Κυρίου Μαγδαληνή τον αναγκάζει να αποκαλύψει την ταυτότητά του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί και πάλι στα κάτεργα. Αυτή τη φορά όμως δραπετεύει γρήγορα.

Πρώτη του δουλειά είναι να βρει τη μικρή Τιτίκα, την οποία η Φαντίνα είχε εμπιστευθεί σε έναν διεφθαρμένο πανδοχέα, τον Θερναδιέρο, και την σκληρόκαρδη και εγωίστρια γυναίκα του. Πληρώνοντας ένα ποσό ο Αγιάννης παίρνει την Τιτίκα από το πανδοχείο των Θερναδιέρων και φεύγει μαζί της για το Παρίσι, όπου βρίσκουν στέγη σε ένα μοναστήρι, μετά από ανελέητο κυνηγητό από τον Ιαβέρη. Η μικρή Τιτίκα βρίσκει στο πρόσωπο του Αγιάννη έναν αληθινό πατέρα, ενώ ο Ιαβέρης συνεχίζει να τον αναζητεί.

Δέκα χρόνια αργότερα, η Τιτίκα και ο Αγιάννης αφήνουν το μοναστήρι. Ένας φοιτητής, ο Μάριος Πομερσί, ο οποίος έχει αποξενωθεί από την οικογένειά του λόγω των δημοκρατικών του απόψεων, ερωτεύεται την Τιτίκα, η οποία είναι πλέον μια πανέμορφη κοπέλα. Οι Θεναρδιέροι, τώρα στο Παρίσι επικεφαλής αδίστακτης συμμορίας, ανακαλύπτουν την πραγματική ταυτότητα του Γιάννη Αγιάννη και σχεδιάζουν να τον ληστέψουν. Ο Μάριος μαθαίνει τα σχέδιά τους και καλεί την αστυνομία η οποία συλλαμβάνει τη συμμορία.

Ο Θερναδιέρος, έχοντας αποδράσει από τη φυλακή, ηγείται μιας συμμορίας ληστών με στόχο το σπίτι του Αγιάννη, κατά τη διάρκεια κρυφής συνάντησης εκεί του Μάριου και της Τιτίκας. Ωστόσο η Επονίνα, κόρη του Θερναδιέρου, η οποία είναι επίσης ερωτευμένη με το Μάριο, αναγκάζει τους ληστές να εγκαταλείψουν το σπίτι.

Εξεγερμένοι φοιτητές, υπό την αρχηγεία του Ενζολορά, προετοιμάζουν επανάσταση την παραμονή της εξέγερσης του Παρισιού στις 5-6 Ιουνίου του 1832, μετά από το θάνατο του στρατηγού Λαμάρκ, του μόνου Γάλλου ηγέτη που ενδιαφερόταν για τις λαϊκές τάξεις. Στην επανάσταση συμμετέχουν και οι φτωχοί, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού χαμινιού Γαβριά.

Την επόμενη μέρα, οι φοιτητές εξεγείρονται και δημιουργούν οδοφράγματα στα στενά του Παρισιού. Ο Αγιάννης μαθαίνοντας ότι ο αγαπημένος της Τιτίκας συμμετέχει στην εξέγερση, ενώνεται με τους φοιτητές, χωρίς να είναι σίγουρος αν θέλει να τον προστατεύσει ή να τον σκοτώσει. Η Επονίνα, που συμμετέχει στη εξέγερση για να προστατεύσει το Μάριο, καταλήγει να δεχτεί μία σφαίρα που προοριζόταν γι αυτόν και πεθαίνει ευτυχισμένη στα χέρια του. Μέσα στα οδοφράγματα ο Γιάννης Αγιάννης ξανασυναντά τον Ιαβέρη και ενώ του παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία να τον σκοτώσει και να σωθεί μια για πάντα από το ανελέητο κυνηγητό του, τον αφήνει ελεύθερο και τον σώζει από τα χέρια των φοιτητών που σκόπευαν να τον εκτελέσουν.

Μέσα στη μάχη ο Μάριος τραυματίζεται και χάνει τελείως τις αισθήσεις του. Ο Γιάννης Αγιάννης παίρνει τον Μάριο στους ώμους του διαφεύγοντας μέσω των υπονόμων. Στην έξοδο πέφτει πάνω στον Ιαβέρη, τον οποίο πείθει να του δώσει διορία για να επιστρέψει τον Μάριο στην οικογένειά του. Ο Ιαβέρης δέχεται, ενώ αντιλαμβάνεται ότι είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην πίστη του στο νόμο και στο έλεος που του έδειξε ο Αγιάννης. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει το δίλημμά του, αυτοκτονεί πέφτοντας στα νερά του Σηκουάνα και ο Αγιάννης μένει για πάντα ελεύθερος. Σύντομα ο Μάριος και η Τιτίκα παντρεύονται. Ο Αγιάννης χάνει τη θέληση του για τη ζωή, καθώς η Τιτίκα δεν τον χρειάζεται πλέον. Ο Μάριος, είναι πεπεισμένος ότι ο Αγιάννης είναι χαρακτήρας χαμηλού ηθικού αναστήματος και απομακρύνει την Τιτίκα από αυτόν. Μαθαίνει πολύ αργά, μετά από μια συνάντηση με τον Θεναρδιέρο,για τις καλές πράξεις του και σπεύδουν με την Τιτίκα στο σπίτι του, όπου βρίσκεται ετοιμοθάνατος. Ο Αγιάννης αποκαλύπτει το παρελθόν του στο ζευγάρι και στις τελευταίες του στιγμές ανακαλύπτει τελικά την ευτυχία με τη θετή του κόρη και τον γαμπρό του στο πλευρό του. Τους εκφράζει την αγάπη του και πεθαίνει.

Κύριοι χαρακτήρες

Γιάννης Αγιάννης και Κύριος Μαγδαληνής (Jean Valjean): Ένας φτωχός άνδρας, που κλέβει ψωμί για την αδερφή του και τις ανιψιές του. Καταδικάζεται σε φυλάκιση, και στην αποφυλάκιση του 19 χρόνια αργότερα του δίνεται ένα κίτρινο αποφυλακιστήριο που τον στιγματίζει σαν πρώην κατάδικο. Αφότου αποκτά μια νέα ζωή, χάρη στον επίσκοπο Μυριήλ, καταστρέφει το αποφυλακιστήριό του και χρησιμοποιεί νέα ταυτότητα. Γίνεται δήμαρχος με το όνομα κύριος Μαγδαληνής, όμως αποκαλύπτει την ταυτότητά του για να μην καταδικαστεί κάποιος άδικα. Έτσι εγκαταλείπει το εργοστάσιο και τη δημαρχία, ζώντας μόνιμα κυνηγημένος από τον Ιαβέρη. Υιοθετεί και μεγαλώνει την Τιτίκα, κόρη της Φαντίνας. Πεθαίνει σε μεγάλη ηλικία.

Ιαβέρης (Javert): Ένας παθιασμένος αστυνομικός Επιθεωρητής, που συνεχώς αναζητά, εντοπίζει και τελικά χάνει τον Γιάννη Αγιάννη. Πηγαίνει μεταμφιεσμένος στα οδοφράγματα, όμως η ταυτότητά του αποκαλύπτεται. Ο Αγιάννης έχει την ευκαιρία να τον σκοτώσει, αλλά τον αφήνει ελεύθερο. Ανίκανος να αποδεχτεί ότι ένας πρώην κατάδικος του έδειξε έλεος καθώς και ότι τον άφησε ελεύθερο, ο Ιαβέρης αυτοκτονεί πηδώντας στο Σηκουάνα.

Επίσκοπος Μυριήλ, Επίσκοπος της Ντιν (Monseigneur Myriel): Ένας σπλαχνικός, ηλικιωμένος ιερέας, που προάγεται σε επίσκοπο μετά από μία τυχαία συνάντηση με το Ναπολέοντα. Πείθει τον Αγιάννη να αλλάξει τη ζωή του, αφότου του κλέβει διάφορα ασημικά και την ώρα που συλλαμβάνεται ο Αγιάννης ο ίδιος ενώπιον της αστυνομίας λέει πως του τα δώρισε.

Φαντίνα (Fantine): Εργάτρια στο εργοστάσιο του δήμαρχου Μαγδαληνή. Απολύεται άδικα από μία επόπτρια. Καθώς είναι ανύπαντρη και πρέπει να φροντίσει την κόρη της, Τιτίκα, εκπορνεύεται. Παράλληλα πληρώνει τους Θερναδιέρους, ιδιοκτήτες ενός πανδοχείου, για να φροντίζουν την Τιτίκα. Ζει με το μίσος πως ο κύριος Μαγδαληνής την έδιωξε με αποτέλεσμα να δώσει τη κόρη της σε ανάδοχη οικογένεια να την μεγαλώσει. Γνωρίζεται με τον Αγιάννη, αντιλαμβάνεται πως δεν έφταιγε και συνάπτουν σχέση φιλίας, μέχρι το θάνατό της.

Τιτίκα (Cosette): Η κόρη της Φαντίνας. Μετά το θάνατο της μητέρας της ανατρέφεται από τον Γιάννη Αγιάννη. Ερωτεύεται τον Μάριο Πομερσί στην ηλικία των δεκάξι, τον οποίο και παντρεύεται στο τέλος του έργου.

Μάριος Πομερσί (Marius Pontmercy): Ένας αριστοκράτης που ενώνεται με τους επαναστάτες φοιτητές της ομάδας ΑΒ (Άλφα-Βήτα), αφότου ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του ήταν οπαδός του Ναπολέοντα, ενώ αργότερα ερωτεύεται την Τιτίκα. Ο παππούς του τον μίσησε για τις πολιτικές απόψεις του, με αποτέλεσμα να φύγει από το σπίτι μη δεχόμενος περιουσία, και έτσι υποχρεώνεται να ζει στην ανέχεια.

Θεναρδιέροι (Les Thénardiers): Ένας πανδοχέας και η σύζυγος του. Ανέθρεψαν την Τιτίκα στα πρώτα χρόνια της ζωής της. Ένα πονηρό ζευγάρι, το οποίο φερόταν βάναυσα στη μικρή Τιτίκα, μέχρι που τη ανακάλυψε ο Αγιάννης και την πήρε μαζί του, δίνοντας αμοιβή.

Επονίνη (Éponine): Κόρη των Θεναρδιέρων. Μετά τον ερχομό των Θεναρδιέρων στο Παρίσι, ζει μαζί τους υπό άθλιες συνθήκες, ζητιανεύει και εκπορνεύεται. Είναι δεκαέξι ετών και είναι ερωτευμένη με τον Μάριο. Θυσιάζει την ζωή της στην μάχη, για να σώσει τον Μάριο.

Γαβριάς (Gavroche): Ένα χαμίνι του Παρισιού, που παίρνει μέρος στην επανάσταση. Είναι γιος των Θεναρδιέρων, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν νωρίς. Ένας ηρωικός πιτσιρίκος που παίζει με τους βασιλικούς στρατιώτες πάνω στα οδοφράγματα αψηφώντας τις ριπές των όπλων τους, δίνοντας θάρρος και εμπνέοντας τους επαναστάτες. Σκοτώνεται από ομοβροντία.

Δευτερεύοντες χαρακτήρες

Ενζολοράς (Enzolras): Ηγέτης των εξεγερμένων φοιτητών της ομάδας ΑΒ.

Κουρφεράκ (Courfeyrac): Φοιτητής, φίλος του Μάριου και μέλος του ΑΒ.

Δεσποινίς Βαπτιστίνη (Mademoiselle Baptistine): Αδελφή του επισκόπου Μυριήλ, τον οποίο αγαπά και σέβεται.

Κυρία Δοξαστή (Madame Magloire): Οικιακή βοηθός του επισκόπου και της αδερφής του. Παραπονιέται για την επιμονή του επισκόπου να ζει μέσα στη φτώχεια και φοβάται για την επιλογή του να αφήνει την πόρτα ανοικτή στους ξένους.

Αδελφή Σεμπλίτσια (Sœur Simplice): Μία μοναχή που φροντίζει τη Φαντίνα όταν αρρωσταίνει και αφήνει πίσω της πολλές ευθύνες.

Μιχαλάκης (Petit-Gervais): Ένα μικρό αγόρι που χάνει ένα νόμισμα. Ο Αγιάννης, χαμένος στις σκέψεις του, σκεπάζει με το πόδι του το νόμισμα, μη δίνοντας σημασία στις διαμαρτυρίες του αγοριού. Μόλις συνέρχεται και το αγόρι ήδη έχει εξαφανιστεί, αντιλαμβάνεται τι συνέβη και το αναζητά, αλλά μάταια,διότι το αγόρι έχει εξαφανιστεί από τα μάτια του Αγιάννη.

Θερσανέμης (Père Fauchelevent): Ο Αγιάννης σώζει τη ζωή του Θερσανέμη όταν αυτός παγιδεύεται κάτω από ένα κάρο, το οποίο ο Αγιάννης μπορεί να σηκώσει. Ο Θερσανέμης ανταποδίδει αργότερα τη χάρη παρέχοντας κατάλυμα στον Αγιάννη και την Τιτίκα σε ένα μοναστήρι και επιπλέον δίνοντας τη δυνατότητα στον Αγιάννη να χρησιμοποιεί το όνομά του.

Κύριος Γιλνορμάνδος (M. Luc Esprit Gillenormand): Ο παππούς του Μάριου. Είναι οπαδός της μοναρχίας και έχει οξύτατες αντιπαραθέσεις με τον Μάριο στα πολιτικά ζητήματα. Επιχειρεί να αποτρέψει τον Μάριο από το να επηρεαστεί από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν αξιωματικός στο στρατό του Ναπολέοντα. Παρά τις ιδεολογικές διαμάχες τους, αποδεικνύει την αγάπη του για τον εγγονό του.

Δεσποινίς Γιλνορμάνδου: Η κόρη του κύριου Γιλνορμάνδου. Ζει με τον πατέρα της.

Συνταγματάρχης Γεώργιος Πομερσί (Colonel Georges Pontmercy): Ο πατέρας του Μάριου, και αξιωματικός στο στρατό του Ναπολέοντα. Τραυματίζεται στη μάχη του Βατερλό και από μία ειρωνεία της τύχης πιστεύει ότι η ζωή του σώθηκε χάρη στον Θερναδιέρο. Αναφέρει στο γιο του για το χρέος του αυτό.

Αζέλμα: Η κόρη των Θερναδιέρων, αδερφή της Επονίνης.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα Βίκτωρ Ουγκώ:

Βίκτωρ ΟυγκώΓεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Comté) της ανατολικής Γαλλίας και ήταν ο νεότερος γιος του Ιωσήφ Ουγκώ και της Σοφί Τρεμπισέ. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός (έγινε στρατηγός της Αυτοκρατορίας το 1809) του Ναπολέοντα και ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής. Στο άλλο άκρο η μητέρα του, προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ήταν φιλομοναρχική και ευσεβής ρωμαιοκαθολική.

Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους Ουγκώ ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του και η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για δύο χρόνια με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουν πάλι και παραμένουν για δύο χρόνια στην κωμόπολη Φεγιαντίν (Feuillantines). Όμως η πτώση του Ναπολέοντα στέρησε την οικογένεια Ουγκώ από την άνετη και πλούσια ζωή. Ο πατέρας, που είχε φτάσει τον βαθμό του κόμητος, τέθηκε υπό περιορισμό στο Μπλουά και του περιόρισαν το εισόδημα μόλις σε 40 λίρες το χρόνο. Η οριστική διάσταση των γονιών του Βίκτωρα φτάνει το 1813, οπότε και εγκαθίστανται με τη μητέρα του οριστικά στο Παρίσι, όπου μόλις που τα έβγαζαν πέρα με τα λίγα χρήματα που είχαν. Ο Βίκτωρ Ουγκώ διέμεινε από το 1815 έως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louis-le Grand).

Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: "Je veux être Chateaubriand ou rien" (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημά του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωβριάνδος αποκάλεσε τον Ουγκώ "εξαιρετική φυσιογνωμία", προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Άλλωστε τα βραβεία ποιήσεως που κέρδισε, του έδωσαν θάρρος να συνεχίσει.

Αν και επί ένα έτος ήταν αναγκασμένος να μένει σε μία σοφίτα επί της οδού Ντι Ντραγκόν, παρέα με ποντίκια, έγραφε ωστόσο με μεγάλη επιμέλεια, επιμονή και αυτοπεποίθηση, αρετές που δεν του έλειψαν ποτέ στη ζωή του.

ΠΗΓΕΣ:

  • el.wikipedia.org/wiki/Οι_Άθλιοι
  • el.wikipedia.org/wiki/Βίκτωρ_Ουγκώ
Πολιτική απορρήτου...

Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...