Ένα πρωινό, πολύ νωρίς, ένας γάιδαρος παράτησε το αγρόκτημα όπου ζούσε και πήρε το δρόμο για τη γερμανική πόλη Βρέμη. Είχε δουλέψει πάρα πολλά χρόνια, πολύ σκληρά για το αφεντικό του, αλλά τώρα πια είχε γεράσει και είχε κουραστεί. Καταλάβαινε πως ήταν πια άχρηστος στο αγρόκτημα κι αποφάσισε να κερδίσει τη ζωή του δουλεύοντας ως μουσικός στη Δημοτική Ορχήστρα της Βρέμης.
Αφού περπάτησε κάμποση ώρα, ο γάιδαρος είδε ένα γέρικο κυνηγόσκυλο που χασμουριόταν κι αναστέναζε, ξαπλωμένο στην άκρη του δρόμου.
- Τι έχεις φίλε, ρώτησε ο γάιδαρος σταματώντας, γιατί χασμουριέσαι και αναστενάζεις;
- Αχ καλέ μου, αναστέναξε ο σκύλος, είμαι πια πολύ γέρος για να κυνηγάω. Ο κύριός μου με χτυπάει κάθε μέρα κι έτσι κι εγώ το 'σκασα. Το μόνο που μου μένει πια, είναι να ξαπλώσω εδώ και να πεθάνω από την πείνα.
- Πηγαίνω στη Βρέμη, να παίξω στην ορχήστρα του Δήμου, γκάριξε ο γάιδαρος. Έλα μαζί μου. Εγώ θα παίζω λαγούτο κι εσύ θα χτυπάς το ταμπούρλο.
Ο γέρο σκύλος έμεινε για λίγο σκεφτικός κι ύστερα σηκώθηκε κι ακολούθησε το γάιδαρο.
Αφού περπάτησαν περίπου μια ώρα, είδανε μια γάτα να κάθεται στην άκρη του δρόμου, μ' ένα ύφος αξιοθρήνητο. Σταμάτησαν μπροστά της κι ο γάιδαρος ρώτησε:
- Γιατί είσαι τόσο κακόκεφη και λυπημένη;
- Γέρασα πολύ και δεν μπορώ πια να κυνηγάω ποντίκια. Προτιμώ να κάθομαι κοντά στο τζάκι και να κοιμάμαι. Η κυρά μου ήθελε να με πνίξει κι εγώ το έσκασα και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω.
- Έλα μαζί μας στη Βρέμη, είπε ο γάιδαρος, πάμε εκεί να παίξουμε στην ορχήστρα του Δήμου. Εσύ τραγουδάς τα βράδια οπότε μπορείς κι εκεί να τραγουδάς.
Η γάτα συμφώνησε και μαζί με το γάιδαρο και το σκύλο, πήρανε πάλι το δρόμο, ώσπου έφτασαν σε ένα αγρόκτημα. Εκεί, ανεβασμένος σ' ένα τοίχο, ένας μεγάλος κόκορας λαλούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Οι τρεις φίλοι στάθηκαν και τον άκουγαν. Όταν ο κόκορας σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και να ξαναρχίσει το λάλημα, ο γάιδαρος ρώτησε:
- Γιατί κάνεις τόση φασαρία;
- Λαλώ όσο πιο δυνατά μπορώ, γιατί ποτέ δεν θα ξαναλαλήσω, απάντησε ο κόκορας. αύριο θα έρθουν σπουδαίοι ξένοι κι η κυρά μου είπε στο μάγειρα να με κάνει σούπα για το δείπνο. Απόψε το βράδυ θα μου κόψει το κεφάλι. Τραγουδάω, λοιπόν, όσο ζώ ακόμα.
- Εμείς πάμε στη Δημοτική Ορχήστρα της Βρέμης, είπε ο γάιδαρος, έχεις πολύ ωραία φωνή, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; Θα κάνουμε όλοι μαζί μια παρέα μουσικών.
Ο κόκορας στάθηκε για λίγο σκεφτικός. Ύστερα, ξύνοντας το κεφάλι του με το νύχι του, είπε:
- Καλύτερα να έρθω μαζί σας, παρά να γίνω σούπα.
Έτσι, ο γάιδαρος, ο σκύλος, η γάτα και ο κόκορας, πήραν το δρόμο για τη Βρέμη...
Η πόλη ήταν μακρυά ακόμα και κατά το βράδυ οι τέσσερις φίλοι φτάσανε σ' ένα σκοτεινό δάσος.
- Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα εδώ, γκάριξε ο γάιδαρος. Αυτός και ο σκύλος ξάπλωσαν κάτω από ένα δέντρο πάνω σε κάτι στεγνά φύλλα. Η γάτα σκαρφάλωσε στο δέντρο και βολεύτηκε σ' ένα κλαδί. Ο κόκορας πέταξε πάνω και κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί.
Ο κόκορας, την ώρα ακριβώς που έκλεινε τα μάτια του, είδε ένα αδύναμο φωτάκι ανάμεσα στα δέντρα.
- Νομίζω πως βλέπω ένα σπίτι, φώναξε στους τρεις φίλους του.
- Πάμε να το βρούμε. Δε με νοιάζει πολύ που θα κοιμηθούμε απόψε, γκάριξε ο γάιδαρος και σηκώθηκε.
- Ίσως βρούμε και κάτι να φάμε, γάβγισε ο σκύλος.
Οι τέσσερις φίλοι προχώρησαν μέσα από το σκοτεινό δάσος προς το φως, που έβγαινε από ένα παράθυρο και που γινόταν όλο και πιο δυνατό, καθώς το πλησίαζαν. Όταν έφτασαν, ο γάιδαρος, που ήταν ο πιο ψηλός από όλους, κρυφοκοίταξε από το παράθυρο.
- Τι βλέπεις; γάβγισε πολύ σιγανά ο σκύλος.
- Βλέπω ένα τραπέζι με φαγιά και πιοτά. Γύρω του είναι καθισμένοι τέσσερις ληστές και καλοπερνάνε, ψιθύρισε ο γάιδαρος.
-Ό,τι μας χρειάζεται, γάβγισε ο σκύλος. Πώς όμως θα διώξουμε τους ληστές από κει μέσα;
- Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο. Έχει κανένας από σας κάποια ιδέα; ρώτησε ο γάιδαρος.
Οι τέσσερις φίλοι πλησίασαν τα κεφάλια τους και σιγοκουβέντιασαν. Τέλος, ο γάιδαρος είπε:
- Το σχέδιό μας είναι πολύ καλό. Καθένας μας ξέρει τι θα κάνει. Μόνο προσέξτε! Ούτε ο παραμικρός θόρυβος πριν σας δώσω σήμα.
Ύστερα ο γάιδαρος προχώρησε πολύ σιγανά προς το σπίτι κι έβαλε τα μπροστινά του πόδια στο πεζούλι του παράθυρου. Ο σκύλος πήδηξε στην πλάτη του, η γάτα σκαρφάλωσε στην πλάτη του σκύλου κι ο κόκορας πέταξε και γαντζώθηκε στην πλάτη της γάτας. Όταν ετοιμάστηκαν, έβαλαν όλοι μαζί τις φωνές. Ο γάιδαρος γκάριξε, ο σκύλος γάβγισε, η γάτα νιαούρισε, ο κόκορας λάλησε, όσο πιο δυνατά μπορούσε ο καθένας.
Μέσα στην καλύβα οι ληστές πετάχτηκαν από το τραπέζι κατατρομαγμένοι από το θόρυβο που τους ξεκούφανε. Όρμησαν έξω, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, ποιος να πρωτοβγεί κι έτρεξαν μακρυά, μέσα στο δάσος.
Τα τέσσερα ζώα μπήκαν στην καλύβα κι έφαγαν ό,τι είχε απομείνει στο τραπέζι. Ύστερα, κατακουρασμένα, έσβησαν το φως και πήγαν να κοιμηθούν. Ο γάιδαρος ξάπλωσε σε μια στοίβα από άχυρο, ο σκύλος βολεύτηκε πίσω από την πόρτα, η γάτα κουλουριάστηκε αντίκρυ στις λαμπερές στάχτες του τζακιού κι ο κόκορας σκάλωσε σ΄ένα δοκάρι κοντά στο ταβάνι. Ύστερα από λίγα λεπτά όλοι κοιμόντουσαν βαθιά.
Οι ληστές, από το δάσος, είδαν να σβήνει το φως στην καλύβα. Παντού ήταν ησυχία.
- Ίσως άδικα τρομάξαμε και φύγαμε, είπε ο αρχηγός τους. Πήγαινε να δεις τι γίνεται εκεί πέρα, διέταξε έναν από τους συντρόφους του.
Ο ληστής σύρθηκε ανάμεσα στα δέντρα, πήγε στην καλύβα και στάθηκε να ακούσει. Δεν κουγόταν τίποτε.
Έσπρωξε την πόρτα και στις μύτες των ποδιών μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο. Είδε τα μάτια της γάτας και νόμισε πως ήταν αναμμένα κάρβουνα. Έσκυψε να τα φύσηξε να βγάλουν φλόγες, μα η γάτα χίμηξε πάνω του και τον γρατζούνισε με τα νύχια της στο πρόσωπο.
Κατατρομαγμένος γύρισε να φύγει. Βγαίνοντας, όμως, από την πόρτα, πάτησε το γάιδαρο που του έδωσε μια κλωτσιά στο ένα πόδι, ξύπνησε το σκύλο που του δάγκωσε το άλλο κι όταν βρέθηκε έξω, άκουσε το εκκωφαντικό «Κικιρίκου!».
Το έβαλε λοιπόν στα πόδια και γύρισε μέσα στο δάσος, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κοντά στους άλλους ληστές.
- Εκεί μέσα είναι μια τρομερή μάγισσα, είπε λαχανιασμένος. Με χτύπησε και γρατζούνισε το πρόσωπό μου με τα μακρυά της νύχια. Ένας άνθρωπος με ένα ρόπαλο έδωσε μια στο ένα μου πόδι κι ένας άλλος πίσω από την πόρτα, πλήγωσε το άλλο μ' ένα μαχαίρι. Κι όταν τέλος βρέθηκα έξω από την καλύβα, κάποιος φώναξε, «Που πας βρε απατεώνα;»
Οι ληστές δεν τόλμησαν να ξαναγυρίσουν στην καλύβα τους, ούτε όταν ξημέρωσε. Εξάλλου, μάλιστα, δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Ο γάιδαρος, ο σκύλος, η γάτα κι ο κόκορας δεν έγιναν ποτέ μουσικοί της Δημοτικής Ορχήστρας της Βρέμης. Έμειναν στην καλύβα κι απ' όσο ξέρουν όλοι, μπορεί οι τέσσερις φίλοι να βρίσκονται ακόμα εκεί...
(Σε ευχαριστώ Γιώργο για το παραμύθι από τη Γερμανία που μου έστειλες)
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...