Η NASA και η DARPA (η Yπηρεσία Προηγμένων Τεχνολογιών του αμερικανικού στρατού των ΗΠΑ) έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους μαζί με ιδιωτικές εταιρείες, ερευνητικά ιδρύματα και ακαδημαϊκούς φορείς σε ένα φιλόδοξο project που έχει λάβει την ονομασία «Περσεφόνη».
Βασικός στόχος του προγράμματος είναι η κατασκευή ενός διαστημικού σκάφους ικανού να μεταφέρει σε μεγάλες αποστάσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα τον άνθρωπο. Το σκάφος αυτό θα μπορεί να μεταφέρει ατρόμητους εξερευνητές που θέλουν να ανακαλύψουν μακρινούς κόσμους και θα τους επιστρέφει μετά στη Γη για να μοιραστούν τις εμπειρίες τους. Θα μπορεί φυσικά να μεταφέρει αποίκους σε μακρινούς πλανήτες ή, σε περίπτωση που η Γη για οποιονδήποτε λόγο γίνει αφιλόξενη για τη ζωή, να αποτελέσει το μέσο διάσωσης του ανθρώπινου είδους. Το σκάφος αυτό θα διαθέτει ενεργειακή αυτονομία και ταυτόχρονα θα αποτελεί ένα «ζωντανό οικοσύστημα» που θα λειτουργεί έτσι ώστε να συντηρούνται οι επιβάτες του για όσο διάστημα χρειαστεί.
Η ιστορία του τηλεσκοπίου ξεκινάει το 1608, όταν ο Ολλανδός υαλουργός Χανς Λίπερσεϊ πειραματίστηκε με τη διάταξη γυάλινων φακών, προκειμένου να πετύχει τη μεγέθυνση ειδώλων από μακρινά αντικείμενα. Ένα χρόνο αργότερα ο Γαλιλαίος μαθαίνει για τη νέα ανακάλυψη και γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που στρέφει το τηλεσκόπιο στον ουρανό, ανακαλύπτοντας δορυφόρους του Δία και κρατήρες στη Σελήνη, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή για την αστρονομία. Στους επόμενους αιώνες, η χρήση ολοένα και πιο εξελιγμένων τηλεσκοπίων αύξησε τη γνώση μας για το Σύμπαν δραματικά.
Η ανάλυση στις εικόνες των τηλεσκοπίων εξαρτάται από ένα πλήθος από παράγοντες, όπως τις φυσικές ιδιότητες των οπτικών μέσων ή την παραμόρφωση από τη γήινη ατμόσφαιρα, για τα οποία δύνανται να βρεθούν λύσεις με τη βελτιστοποίηση των χρησιμοποιούμενων υλικών και με την αποστολή τηλεσκοπίων στο διάστημα.
Υπάρχει όμως ένα όριο που θέτουν οι φυσικοί νόμοι στα συμβατικά τηλεσκόπια το οποίο φαίνεται ανυπέρβλητο: το όριο της διάθλασης. Το συγκεκριμένο όριο αφορά στη διακριτική ικανότητα του εκάστοτε τηλεσκοπίου, στη δυνατότητά του δηλαδή να ξεχωρίσει δύο είδωλα που δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους. Το όριο διάθλασης εξαρτάται άμεσα από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας λειτουργίας του τηλεσκοπίου και της διαμέτρου του και αποτελεί έναν περιοριστικό παράγοντα στην ανάλυση των τηλεσκοπίων ο οποίος μέχρι σήμερα παρέμενε αναπάντητος.
Η Άγκλα Κέλερερ του πανεπιστημίου του Ντάραμ ωστόσο έχει διαφορετική άποψη, προτείνοντας την κατασκευή ενός κβαντικού τηλεσκοπίου το οποίο θα μπορούσε να υπερκεράσει το όριο της διάθλασης, αυξάνοντας θεαματικά την απόδοση των τηλεσκοπίων.
Όταν το φως εισέρχεται εντός του τηλεσκοπίου καμπυλώνεται από την επίδραση του φακού, κάτι που προκαλεί τη διασπορά του, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί ένα φαινόμενο παρεμβολής. Η παρεμβολή αυτή δημιουργεί μία σειρά από ομόκεντρους δίσκους γύρω από το είδωλο που παρατηρείται, οι οποίοι ορίζουν και την τελική διακριτική ικανότητα του οργάνου.
Σύμφωνα με τους εμπνευστές της ιδέας του κοσμολογικού πληθωρισμού, η ύπαρξη πολλαπλών Συμπάντων είναι πιθανότερη από την ύπαρξη μοναχά ενός. Καθώς ο κοσμολογικός πληθωρισμός αποδείχτηκε επί της ουσίας με την ανακάλυψη της περασμένης Δευτέρας, η συζήτηση για την πιθανότητα ύπαρξης ενός πολυσύμπαντος, ενός συνόλου δηλαδή από άπειρα Σύμπαντα μεταξύ των οποίων και το δικό μας, έχει αναζωπυρωθεί στον επιστημονικό κόσμο.
«Ένα πολυσύμπαν θα έδινε καλές εξηγήσεις για αρκετές από τις παρατηρήσεις που έχουμε κάνει για το Σύμπαν μας», δήλωσε χαρακτηριστικό ο φυσικός του MIT Άλαν Γκουθ, δημιουργός της πρώτης θεωρίας κοσμολογικού πληθωρισμού τη δεκαετία του 1980.
Ένας άλλος από τους πρωτεργάτες του πληθωρισμού, ο φυσικός του Στάνφορντ Αντρέι Λίντε περιέγραψε πως «είναι δύσκολο να φτιάξει κανείς μοντέλα που περιέχουν πληθωρισμό και δεν οδηγούν σε ένα πολυσύμπαν. Δεν είναι αδύνατο, και θα χρειαστεί να ακολουθήσει και άλλη έρευνα, αλλά σίγουρα τα δεδομένα από τη θεωρία μας αναγκάζουν να εξετάσουμε την ιδέα των πολλαπλών Συμπάντων σοβαρά», κατέληξε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου τη Δευτέρα στα πλαίσια της ανακοίνωσης της ανακάλυψης βαρυτικών κυμάτων από το πείραμα BICEP2.
Σε μία εναλλακτική πρόταση κατέληξαν δύο Ευρωπαίοι φυσικοί σχετικά με ένα παράδοξο που προκύπτει με τη διατήρηση της πληροφορίας στις μαύρες τρύπες, σκιαγραφώντας ένα νέο τύπο άστρων που αποκαλούν άστρα Πλανκ.
Όταν σε ένα άστρο με μεγάλη μάζα εξαντληθούν τα καύσιμα, εκρήγνυται με φαντασμαγορικό τρόπο πριν ο πυρήνας του μετατραπεί σε μαύρη τρύπα. Ο κλασικός τρόπος περιγραφής της μαύρης τρύπας είναι πως πρόκειται για μία τοπική ανωμαλία στη δομή του χωροχρόνου που προκαλείται από την άπειρη πυκνότητα στο σημείο εκείνο.
Λαμβάνοντας υπόψη τα κβαντικά φαινόμενα που εξελίσσονται σε μία μαύρη τρύπα, η θεωρία προβλέπει πως τα αντικείμενα αυτά δε διαρκούν για πάντα. Αντίθετα, κβαντικές διακυμάνσεις στον ορίζοντα γεγονότων τους, το όριο δηλαδή πέρα από το οποίο η βαρύτητά τους είναι ανίκητη, αναγκάζουν τις μαύρες τρύπες να ακτινοβολούν, κάτι που οδηγεί σε βάθος χρόνου στην «εξάτμισή» τους.
Ο ιστότοπος αυτός, χρησιμοποιεί μικρά αρχεία που λέγονται cookies τα οποία βοηθούν να βελτιωθεί η περιήγησή σας. Αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι συμφωνείτε με αυτή την πολιτική...